- αιμωπός
- αἱμωπός, -ὸν (Α)παράλληλος τύπος τής λέξης αιματωπός*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἱμωπός — flushed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμωπόν — αἱμωπός flushed masc/fem acc sg αἱμωπός flushed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμωποί — αἱμωπός flushed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμωπούς — αἱμωπός flushed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμωπά — αἱμωπός flushed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμωπῶν — αἱμωπός flushed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek